σκίρρωμα

σκίρρωμα
το, ΝΑ [σκιρ(ρ)]
σκιρώδης όγκος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σκίρωμα — το, ΝΑ βλ. σκίρρωμα …   Dictionary of Greek

  • στραγγαλιά — ή, ΜΑ 1. περιπλοκή («στραγγαλιὰς βιαίων δογμάτων», Γρηγ. Ναζ.) 2. στον πληθ. αἱ στραγγαλιαί δόλιοι, διεστραμμένοι τρόποι (α. «εἰς τὰς στραγγαλιὰς ἀπάξει Κύριος», ΠΔ β. «τὰς στραγγαλιὰς ὁ μὲν Ἀκύλας διαπλοκὰς ἑρμήνευσε, σκολιότητας δὲ ὁ Σύμμαχος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”